- ερυθρόδανος
- (I)ηβλ. ερυθρόδανο.————————(II)ἐρυθρόδανος, -ον (Μ)κόκκινος, σαν να ήταν βαμμένος με ερυθρόδανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρόδανο — το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον Α και ἐρυθρόδανος, ἡ Μ και ἐρυθρύδανον, τό) 1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, τής οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα τού οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία 2. το κόκκινο χρώμα τής ρίζας τού φυτού.… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ἐρυθροδάνου — ἐρυθρόδανον neut gen sg ἐρυθρόδανος fem gen sg ἐρυθροδανόω dye with madder pres imperat act 2nd sg ἐρυθροδανόω dye with madder imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθροδάνῳ — ἐρυθρόδανον neut dat sg ἐρυθρόδανος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρόδανον — neut nom/voc/acc sg ἐρυθρόδανος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)